ὑψηλός

ὑψηλός
-ή,-όν + A 24-67-63-35-28=217 Gn 7,19.20; 12,6; 22,2; Ex 6,1
cultic high place 1 Kgs 3,2
high, lofty Gn 7,19; high, elevated, fortified Neh 9,25; high (of pers.) 1 Sm 9,2; high, proud, haughty 1 Sm 2,3; up-raised, mighty Ex 6,1; loud Prv 9,3; sublime Prv 10,21; τὰ ὑψηλά cultic high places (outside the Pentateuch frequently stereotypical rendition of במה) 1 Kgs 3,2
ὑψηλῷ τραχήλῳ with outstretched neck, haughtily Is 3,16
ὑψηλότερος higher DnTh 8,3; the highest (comparison between two without gen.) DnLXX 8,3(secundo) *Gn 12,6 τὴν ὑψηλήν high-מרום? or-מדה? (cpr. Is 45,14) for MT מורה Moreh, see also Dt 11,30; cpr. Gn 22,2; *Is 10,34 σὺν τοῖς ὑψηλοῖς with its mighty ones?-באדיריו for MT באדיר by a mighty one
Cf. DANIEL, S. 1966 35-37.45-48.50-52.249.379; DOGNIEZ 1992, 98; HARL 1986a 192.195; 1990=1992a
138; LE BOULLUEC 1989 111.163; ROST 1967, 130-132; →NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υψηλός — υψηλός, ή, ό και ψηλός, ή, ό και αψηλός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από άλλον με τον οποίο συγκρίνεται: Υψηλό ανάστημα. 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, ορεινός: Υψηλή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑψηλός — high masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

  • ὑψηλά — ὑψηλός high neut nom/voc/acc pl ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc/acc dual ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλότερον — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτάτων — ὑψηλός high fem gen superl pl ὑψηλός high masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτέραις — ὑψηλός high fem dat comp pl ὑψηλοτέρᾱͅς , ὑψηλός high fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτέρων — ὑψηλός high fem gen comp pl ὑψηλός high masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτέρως — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλέστατον — ὑψηλός high masc acc superl sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλῶν — ὑψηλός high fem gen pl ὑψηλός high masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”